- ἐξέχοντος
- ἐξέχωstand outpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκουλιανός — ή, ό, ΝΜΑ [Πρόκουλος] συν. στον πληθ. οι Προκουλιανοί ρωμαϊκή νομική σχολή, αντίπαλη τής σχολής τών Σαβινιανών, που πήρε την ονομασία της από τον Ρωμαίο νομικό Σεμπρόνιο Πρόκουλο, μαθητή τού εξέχοντος νομικού και ιδρυτή τής σχολής Μάρκου… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… … Dictionary of Greek